ΙΔΡΥΣΙΣ – ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

1999 - Ιωάννα Κ. Γιανναροπούλου

Συνοπτική Ιστορία της Δημητσάνας

Προ της λήξεως του 17ου αιώνος εσημειωνόταν πνευματική ανάπτυξις στην υπόδουλη Ελλάδα και σε πολλά κέντρα είχαν ιδρυθή Ελληνικά Σχολεία, που τελούσαν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας. Δεν είναι παράδοξο ότι στην Δημητσάνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνος δεν ελειτούργησε Σχολή γραμμάτων. Η ζωηρά παιδευτική παράδοσις της μονής Φιλοσόφου ωφελούσε τους κατοίκους της Δημητσάνας, γιατί ελειτουργούσαν κατώτερα σχολεία, τα λεγόμενα κοινά, όπου εχορηγείτο στοιχειώδης παιδεία. Μαρτυρείται λειτουργία κοινών σχολείων στις συνοικίες της Δημητσάνας, αλλά ωργανωμένη Σχολή δεν ελειτούργησε μέσα στην κώμη, όσοι δε εδιψούσαν γι’ ανωτέρα μάθησι εξενιτεύοντο. Αναφέρονται ονόματα Δημητσανιτών, που είχαν εγκατασταθή στην Σμύρνη και είχαν ακούσει τον Ιερόθεο Δενδρινό. Δύο νέοι Δημητσανίτες με καλογηρικά ονόματα, Γεράσιμος Γούνας και Αγάπιος Λεονάρδος έφθασαν στην Δημητσάνα στα 1764, με απόφασι να συστήσουν Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων, γεμάτοι ζήλο και ενθουσιασμό. Και ίδρυσαν Σχολή. Οι δύο κτίτορες της Σχολής συνεκάλεσαν αμέσως τους προκρίτους, τους κληρικούς και τον λαό και τους ανεκοίνωσαν τις προθέσεις τους. Έτυχαν της γενικής επιδοκιμασίας και χωρίς αναβολή ενοικίασαν μία οικία, την διεμόρφωσαν και έθεσαν σ’ ενέργεια την λειτουργία της Σχολής, με άμεση συγκέντρωση 40 μαθητών. Μέριμνα επείγουσα των δύο ιδρυτών της Σχολής ήταν ν’ αποκτήση δική της στέγη και τούτο έγινε σχεδόν αμέσως. Επελέγη ο προς Δ του καθεδρικού ναού χώρος στην Πλατεία της Αγίας Κυριακής και εφύτρωσε ένα κατάλληλο, ευρύχωρο διδακτήριο, που επαρκούσε για 300 μαθητές και διέθετε κατοικία των διδασκάλων και βοηθητικούς χώρους για Βιβλιοθήκη και άλλες ανάγκες. Στον περίβολο εφυτεύθηκαν δένδρα και εδημιουργήθη κήπος αναψυχής, σαν να ήταν αρχαίας σχολής.

Τον Μάρτιο 1768 υπογράφεται «συνυποσχετικόν» των προκρίτων και τούτο επικυρώνουν ο λόγιος επίσκοπος Μεθώνης Άνθιμος και ο οικείος ιεράρχης Αμβρόσιος. Έγραφαν  στο επίσημο αυτό έγγραφο ότι πέντε άνθρωποι του Σχολείου απηλάσσοντο από το χαράτζι και κάθε βασιλικό δόσιμο και κάθε άλλο έξοδο στον τόπο. Αμέσως οι ιδρυτές του σχολείου προσέφυγαν στο Πατριαρχείο και επέτυχαν την πλήρη κάλυψί του με συνοδική απόφασι, όπου στην λεπτομερή έκθεσι της ιδρύσεως και λειτουργίας της Σχολής αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «έγνωσαν συστήσασθαι φροντιστήριον των Ελληνικών μαθημάτων, εις γύμνασιν των εν τη ενεγκαμένη νέων και δη δι’ ιδίων μόχθων και αναλωμάτων αυτών οικίαν ανοικοδομησάμενοι προς οίκησιν διδασκάλων άμα και μαθητών αποχρώσαν, ανεδέξαντο προθύμως το της διδασκαλίας έργον… ανέθεντο το φροντιστήριον υπό την προστασίαν του Οικομενικού Θρόνου, ώστε μετά την τελευτήν εκατέρου τούτου μηδεμίαν έχειν μετοχήν τους συγγενείς αυτών, διαμένειν δ’ ες αεί το φροντιστήριον της Κοινότητος της χώρας Δημητζάνης…». Έτσι και κατέστη η Σχολή Πατριαρχική και κατωχυρώθη με σιγίλλιο, με λεπτομερείς διατάξεις, «ως αν διενεργουμένης διηνεκώς της διδασκαλίας επιγίγνηται καρπός προκοπής και επιδόσεως εν μαθήσει προς κοινήν ωφέλειαν».

Η φιλοτιμία των ιδρυτών και πρώτων διδασκάλων της Σχολής Δημητσάνας, η συρροή μαθητών και οι άλλες εγγυήσεις για την λειτουργία της Σχολής δεν ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν απρόσκοπτη διδασκαλία πέρα του 1770. Η αποτυχία της ένοπλης εξεγέρσεως της λεγομένης του Ορλώφ και η εγκατάστασις των Αλβανών εδημιούργησε έκρυθμη κατάστασι μέχρι εγκαταλείψεως του τόπου από πολλούς και κάτω από τέτοιες συνθήκες η Σχολή διέκοψε τις εργασίες της. Μετά την εξόντωσι των Αλβανών, μόλις το 1799 οι διδάσκαλοι επανήλθαν στην Δημητσάνα και άρχισαν το έργο τους κατά την Δευτέρα περίοδο δράσεως. Συνέτρεξαν τον Αγάπιο οι γέροντες του τόπου και όπως αναφέρεται «ανεκαινίσθη η Σχολή και γέγονε τελειοτέρα και εκοσμήθη με Βιβλιοθήκην αδράν και άλλα υποστατικά». Ο ιδρυτής και πρώτος σχολάρχης Αγάπιος απεχώρησε και εγκατέστησε διάδοχό του έναν εντριβή διδάσκαλον, Αγάπιον και αυτόν, το επώνυμον Παπαδόπουλος ή Παπαντωνόπουλος, ο οποίος παρέμεινε πιστός στο έργο του επί 32 έτη και της έδωσε την φήμη περιώνυμης Σχολής, που έφθασε να λειτουργή με 150 μαθητές από όλην την Πελοπόννησο και απ’ αλλού, από τους οποίους πολλοί ήσαν οικότροφοι.

Ο στυλοβάτης της Σχολής Αγάπιος Λεονάρδος αποχωρώντας ερρύθμισε λεπτομερώς τα της απρόσκοπτης λειτουργίας αυτής. Νέα πατριαρχική κατοχύρωσις έγινε με σιγίλλιο του Γαβριήλ Δ΄ τον Ιούλιο του 1783, μεταξύ των διατάξεων του οποίου καθιερώνετο η σύστασις του θεσμού των επιτρόπων «εκ των χρησίμων προεστώτων και γερόντων της χώρας», για να φροντίζουν μαζί με τον διδάσκαλο για την προόδο και επαύξησι της Σχολής. Όσον για τα οικονομικά ο Αγάπιος έθεσε πολύ γερά θεμέλια.

Ο Αγάπιος για την διδασκαλία των κοινών μαθημάτων εγκατέστησε παιδαγωγό στην Σχολή τον αδελφό του Ησαΐα.

Ενώ τα πράγματα της μονής Φιλοσόφου και της Σχολής Δημητσάνας επήγαιναν πολύ καλά, τον Ιούλιο 1816 επήλθε μία μεταβολή σοβαράς μορφής, την οποία πληροφορούμεθα από πατριαρχικό γράμμα του Κυρίλλου του Στ΄, το περιεχόμενον του οποίου έχει ιδιαίτερη σημασία. Εξιστορείται αρχικώς η ίδρυσις και λειτουργία της Σχολής υπό την προστασία του Πατριαρχείου, σύμφωνα προς τα διατασσόμενα από τα δύο προηγούμενα σιγίλλια 1769 και 1783 και προστίθεται ότι μετά την αποβίωσι των διδασκάλων τα πράγματα της Σχολής εδοκίμασαν δυσχέρειες και έφθασαν στο ανοικονόμητο, σε σημείο που δεν εξοικονομούντο τα έξοδα μισθοδοσίας των διδασκάλων, προς ζημίαν των μαθητών. Αφού λοιπόν «επί ξυρού ακμής τα της Σχολής πράγματα κατέστησαν» (φράσις του σιγιλλίου), προ του κινδύνου να διαλυθή η Σχολή και για να συγκρατηθή η απειλούμενη διάλυσις της μονής Φιλοσόφου, απεφασίσθη η ένωσις των δύο ιδρυμάτων. Κατόπιν αναφοράς του αρχιεπισκόπου Δημητσάναας Φιλοθέου και των προκρίτων, το Πατριαρχείο εδέχθη την ένωσι μονής και Σχολής.

Καθωρίζετο λοιπόν με πρωτοβουλία του αρχιερέως και των προκρίτων να εκλέγωνται επίτροποι της Σχολής οι αξιώτεροι και εμπειρότεροι από τους κατοίκους, ώστε «του λοιπού ν’ αναπληρώνεται το ελλείπον εν τη Σχολή από των του ιερού καταγωγίου ετησίων προσόδων». Για να έχη επιτυχία το νέο καθεστώς διωρίζετο έφορος τη Σχολής ο μητροπολίτης Παλ. Πατρών Γερμανός, προς τον οποίον έμελλαν ν’ απευθύνωνται οι επίτροποι αι να παίρνουν οδηγίες για τον διορισμό διδασκάλων, τα παρεμπίπτοντα δαπανήματα και ότι άλλο ζήτημα της Σχολής. Η ένωσις αυτή των δύο ιδρυμάτων της Δημητσάνας πρέπει ασφαλώς να ωφέλησε την Σχολή, απομένει όμως αναπάντητο το ερώτημα, γιατί έχανε η μονή Φιλοσόφου την αυτοτέλειά της και μήπως έπασχε από έλλειψι προσωπικού.

Η κήρυξις της Ελληνικής Επαναστάσεως επέφερε κάμψι στην λειτουργία της Σχολής, αλλ’ η λειτουργία της δεν φαίνεται ότι εσταμάτησε, μονολότι κατεβάλλοντο προσπάθειες ενισχύσεως από την Προσωρινή Διοίκησι με χορήγησι τέως τουρκικών κτημάτων ή μύλων ή μετρητών. Ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον με προσωπική απασχόλησι εκπροσώπων του και ελειτούργησε αποδοτικά το Αλληλοδιδακτικό σχολείο, εζητείτο όμως η ενίσχυσις του Ελληνικού. Αναφέρεται δύναμις του πρώτου 120 και του δεύτερου 80 μαθητών το 1829. Κατά τα έτη 1830 – 0833 η λειτουργία των σχολείων Δημητσάνας εσημείωσε προόδο με έγκριτο σχολάρχη τον παλαιόν τρόφιμο Δανιήλ Γεωργόπουλο. Ενδιαφέροντο οι Δημητσανίτες και στον τόπο και εγκατεστημένοι στο Ναύπλιο και ενεργούσαν ποικιλοτρόπως για να εξασφαλίζεται η καλή λειτουργία της παλαιάς εκείνης Σχολής τους. Η παιδεία όμως εγίνετο σιγά – σιγά δημοσία και κετεβάλλοντο οι παλαιές συνθήκες.

Τ α  σ ι γ ί λ λ ι α. Μεταξύ των κυριώτερων μελημάτων των ιδρυτών της Σχολής Δημητσάνας, μόλις άρχισε να ορθοποδή, ήταν να την περιβάλουν με το κύρος της Μ. Εκκλησίας, ώστε να κατοχυρωθή ως παιδευτικό ίδρυμα εντός των κόλπων της Εκκλησίας και να μη μπορή κανείς να επεμβαίνη στα εσωτερικά ζητήματά του. Με συνοδικό γράμμα λοιπόν του Πατριάρχου Θεοδοσίου Β΄ τον Μάιον 1769 το Σχολείο αναγνωριζόταν κτήμα της Κοινότητος και την αναφορά θα είχε μόνον στον Πατριαρχικό Θρόνο. Το περιεχόμενον του σιγιλλίου είναι πολύ εκφραστικό για την αποστολή του Σχολείου και τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Μετά την ανασυγκρότησι της Σχολής ύστερα από τα γεγονότα της εξεγέρσεως του 1770 η Σχολή προσέφυγε πάλι στο Πατριαρχείο και τότε απελύθη νέο ανανεωτικό σιγίλλιο επί Γαβριήλ Δ΄ τον Ιούλιο 1873, σωζόμενον. Το πλέον σημαντικό τμήμα αυτού μεταφέρεται εδώ από την έκδοσι της ειδικής μελέτης Τ. Γριτσοπούλου, όπως και το προηγούμενο (Σχολή Δημητσάνης, σσ.4-7και 8-11)

Αξιολογήσεις (0)